Η Μονή Αποστόλου Παύλου χρονολογείται από την εποχή της Ενετοκρατίας και λειτουργούσε ως ερημητήριο μέχρι τα μέσα περίπου του 20ου αι. Η επιλογή της θέσης του μοναστηριού δεν ήταν τυχαία. Πάνω στην οδό σύνδεσης των Παρανύμφων με τη Μονή Κουδουμά, πάνω από τους επιβλητικούς και ιδανικούς για ασκητεία γκρεμούς και βραχοσπηλιές των Αστερουσίων και, κυρίως, ανατολικά του ιερού κορυφής στον Κόφινα.
Η Μονή ήκμασε την εποχή που ο λόγιος Ιωσήφ Φιλάγρης διεύθυνε τη γειτονική Μονή των Τριών Ιεραρχών στην τοποθεσία Λουσούδι των Καπετανιανών. Το μοναστήρι λειτούργησε σε όλο το διάστημα της ενετοκρατίας. Κατά την τουρκοκρατία απογυμνώθηκε από τα περιουσιακά της στοιχεία και όταν κατά το 19ο αι. έγιναν προσπάθειες ανασύστασής της, οι κάτοικοι των Παρανύμφων και του Πλατανιά έσπευσαν να προσφέρουν χρήματα. Η ραγδαία ανάπτυξη του Κουδουμά επηρέασε και αυτή τη Μονή που σταδιακά εγκαταλείφθηκε.
Ακριβώς κάτω από το εκκλησάκι, που είναι χτισμένο σε ένα φυσικό μπαλκόνι, ξεκινά απότομο φαράγγι και οι γκρεμοί των νοτίων Αστερουσίων που είναι ένα από τα πιο επιβλητικά σημεία της Κρήτης. Η τοποθεσία στην οποία βρίσκεται είναι ιδανική για εγκατάσταση πληθυσμών και πιθανότατα είχε προσελκύσει πολλούς και κατά την αρχαιότητα, κρίνοντας από τα διάσπαρτα ευρήματα σε όλη την περιοχή.
Ο ναός ανήκει στον τύπο της μονόκλιτης βασιλικής με νάρθηκα ενώ το οξυκόρυφο θύρωμα της εισόδου είναι λαξευτό σε πωρόλιθο, τυπικό για την περίοδο της Ενετοκρατίας. Στο εσωτερικό του ναού σώζονται κάποια τμήματα από τις πολύ όμορφες αρχικές τοιχογραφίες που κάποτε κοσμούσαν το ναό, στις οποίες έχει γίνει πρόχειρη συντήρηση. Στην αυλή της Μονής φαίνονται ερείπια από τα κελιά των μοναχών, που είναι προσαρτημένα στο κτίριο του ναού, καθώς και κάποιοι τάφοι.