Βαθμολογία:
( 0 )

Το Οικολογικό - Αρχαιολογικό Πάρκο Γιούχτα συνθέτουν το Όρος Γιούχτας και τα φαράγγια Κνωσανό (Αγίας Ειρήνης), Αστρακιανό και Κουναβιανό.

Ο Γιούχτας είναι ένα εξ ολοκλήρου ασβεστολιθικό βουνό. Τα πετρώματά του είναι παλαιότερης ηλικίας από αυτά της ευρύτερης περιοχής. Δημιουργήθηκε πριν από εκατομμύρια χρόνια, κατά την Κρητιδική περίοδο (145-68 εκατ. χρόνια πριν), ενώ γύρω του υπάρχουν ιζήματα πιο πρόσφατα, της πλειοκαινικής περιόδου (5,3-1,6 εκατ. χρόνια πριν).

Βρίσκεται σε απόσταση 3 χλμ. δυτικά των Αρχανών και 18 χλμ. νότια από την πόλη του Ηρακλείου. Έχει συνολική έκταση 4.000 στρεμμάτων και το σχήμα του είναι επίμηκες με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Η υψηλότερη κορυφή του είναι 811 μέτρα. Οι δυτικές πλαγιές είναι απόκρημνες με κλίση μέχρι και 100%, ενώ οι ανατολικές ομαλότερες με κλίση έως 50%. Μέχρι σήμερα είναι γνωστά έντεκα σπήλαια στον Γιούχτα, από τα οποία έχουν εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί μερικώς το Χωστό Νερό και ο Σπήλιος του Στραβομύτη.

Στο βόρειο-βορειοανατολικό τμήμα της περιοχής εντοπίζεται ένας χείμαρρος με σχετικά πλούσια παρόχθια βλάστηση και ένα μικρό φαράγγι.

Η περιοχή περιλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Φύση (Natura) 2000 για τη ‘‘Διατήρηση των φυσικών οικοτόπων, καθώς και της άγριας χλωρίδας και πανίδας’’ και θεωρείται Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (ΣΠΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Προστατεύεται επίσης ως ‘‘Αρχαιολογικός Τόπος’’ και ‘‘Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους’’.

Περιβάλλεται από εκτεταμένες καλλιέργειες αμπελιών και ελαιόδεντρων. Η επίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον της περιοχής (υλοτομία, εκχέρσωση, καλλιέργειες, φωτιά) είχε ως αποτέλεσμα τη δραστική αλλαγή της φυσιογνωμίας της περιοχής, αν και κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα πώς ήταν η περιοχή πριν ο άνθρωπος αρχίσει τις επεμβάσεις του. Οι μοναχικές βελανιδιές, που υπάρχουν πολύ αραιά σκορπισμένες στο λεκανοπέδιο των Αρχανών, ίσως να αποτελούν τα υπολείμματα του είδους της βλάστησης που επικρατούσε. Γενικά οι ανθρώπινες επεμβάσεις ήταν και είναι λιγότερο έντονες στον Γιούχτα και η βλάστηση, αν και έχει χλωριδικά διαφορετική ποσοτική και ποιοτική σύσταση από ό,τι είχε παλαιότερα, διατηρεί αρκετά από τα αρχέγονα χαρακτηριστικά της. Έχουν καταγραφεί περίπου 360 διαφορετικά είδη φυτών εκ των οποίων τα 18 είναι ενδημικά της Κρήτης ή/και της Ελλάδας. Επικρατούν οι ξυλώδεις θάμνοι με μικρά χνουδωτά φύλλα και συχνά αγκαθωτούς βλαστούς (φρύγανα), φυτά χαρακτηριστικά της τυπικής μεσογειακής βλάστησης, όπως ο θύμιος, η αγκαραθιά, η αστοιβίδα, το χηνοπόδι. Τοπικά, υπάρχουν αείφυλλα-πλατύφυλλα είδη, όπως το πρινάρι και η χαρουπιά, που σε μερικά σημεία έχουν ημιδενδρώδη μορφή. Πολλά ποώδη φυτά που εμφανίζονται με τις πρώτες βροχές κάνουν καταπράσινο τον Γιούχτα μέχρι και την άνοιξη. Αρκετά είναι τα είδη που αναπτύσσονται στις απόκρημνες πλαγιές, όπως τα χασμόφυτα, και είναι τα μοναδικά που δεν έχουν επηρεαστεί από τον άνθρωπο. Ανάμεσά τους είναι και το δίκταμο, ο έβενος κ.ά.

Η πανίδα του Γιούχτα δεν έχει μελετηθεί ιδιαίτερα, αν και παρουσιάζει ενδιαφέρον από πολλές απόψεις, καθώς υπάρχουν είδη που ολοκληρώνουν το βιολογικό τους κύκλο εκεί, είδη που τον επισκέπτονται περιστασιακά και είδη που τον χρησιμοποιούν ως τόπο φωλιάσματος.

Ο αριθμός των ασπονδύλων ανέρχεται σε αρκετές εκατοντάδες, ενώ αρκετά είναι και τα ενδημικά. Χοχλιοί, σαρανταποδαρούσες, αράχνες, έντομα φυτοφάγα, σαρκοφάγα ή σαπροφάγα υπάρχουν παντού, ακόμα και στα βάθη των σπηλιών. Από αμφίβια έχουν παρατηρηθεί, στους πρόποδες κυρίως, η κιτρινομπομπίνα και ο δενδροβάτραχος. Τα ερπετά αντιπροσωπεύονται από ένα είδος σαύρας (Lacerta trilineata) και δύο είδη ακίνδυνων φιδιών, το σπιτόφιδο που στην Κρήτη το ονομάζουν και όχεντρα (ενώ δεν έχει καμία σχέση με την οχιά) και το γατόφιδο. Από θηλαστικά έχει πιστοποιηθεί η ύπαρξη συνολικά οκτώ ειδών, εκ των οποίων τρία είναι εντομοφάγα (η μικρορινολόφος νυχτερίδα, η μυγαλή, ο σκαντζόχοιρος) και τρία τρωκτικά (σπιτοποντικός, βραχοποντικός και αρουραίος), ένα λαγόμορφο (λαγός), τρία σαρκοφάγα (κρητικός ασβός ή άρκαλος, κρητικό κουνάβι ή ζουρίδα και κρητική νυφίτσα ή καλογιαννού).

Η ορνιθοπανίδα θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική, καθώς έχουν παρατηρηθεί περίπου σαράντα είδη πουλιών και είναι σημαντική για την αναπαραγωγή του όρνιου. Επίσης απαντώνται και άλλα σπάνια ή/ και απειλούμενα είδη όπως ο πετρίτης και ο μαυροπετρίτης. 

Ενδημικά φυτά της Κρήτης

Η Κρήτη είναι πλουσιότερη σε αριθμό φυτικών ειδών από όλα τα νησιά της Μεσογείου, εκτός της Σικελίας, η οποία όμως είναι τριπλάσια σε έκταση. Η χλωρίδα της Κρήτης αποτελείται από 1.800 περίπου είδη φυτών από τα οποία τα 180 είναι ενδημικά φυτά της Κρήτης, δηλαδή τα φυτά που συναντώνται στην Κρήτη και πουθενά αλλού στον κόσμο.

Το Τμήμα Βοτανικής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης - Πανεπιστήμιο Κρήτης, στην προσπάθεια του να αναδείξει τη χλωρίδα της Κρήτης και ιδιαίτερα τα ενδημικά και κινδυνεύοντα φυτά της Κρήτης, δημιούργησε την πρώτη «κιβωτό» ενδημικών φυτών στο όρος Γιούχτας.

Ο Γιούχτας με την ανθρωπόμορφη όψη, το ιερό όρος των Μινωιτών, με τους πολλούς αρχαιολογικούς χώρους, αποτέλεσε και αποτελεί ένα φυσικό καταφύγιο μιας πλούσιας χλωρίδας (380 είδη φυτών, από τα οποία τα 21 είδη είναι ενδημικά φυτά της Κρήτης), που σπάνια συναντούμε στην Ευρώπη. Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι στον Γιούχτα φύεται περίπου το 1/5 της Κρητικής χλωρίδας και το 1/11 των ενδημικών φυτών της Κρήτης. Αυτός είναι και ο λόγος, που η περιοχή έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο της Ευρωπαϊκής Ένωσης CORINE BIOTOPS, στους σημαντικούς βιοτόπους για τη διατήρηση στην Ευρώπη, ενώ έχει ενταχθεί και στο Δίκτυο ΝΑΤURA 2000, με κωδικό GR 4310002 «Γιούχτας-Φαράγγι Αγίας Ειρήνης».


    Σχετικά σημεία