Βαθμολογία:
( 1 )

55 είναι τα χωριά, μικρά και μεγάλα που θα βρείτε διάσπαρτα σε όλη την περιοχή αυτή.

Αυτά τα χωριά είναι η ψυχή της περιοχής. Είναι η κιβωτός του τόπου με χιλιάδες κρυμμένους θησαυρούς, που χρειάζεται μόνο εξερευνητική διάθεση και... γερό στομάχι για να χωρέσει τους μεζέδες και τις ρακές στα καφενεία όπου ξεδιπλώνεται η ξακουστή φιλοξενία των κατοίκων της.

Περιηγούμενοι στο χώρο, σύντομα θα διαπιστώσετε ότι αυτοί οι μικροί και μεγάλοι οικισμοί που αναπτύσσονται στις πεδιάδες, σε μικρές κοιλάδες και στην περιφέρεια των βουνών, είναι το σημαντικότερο πολιτιστικό απόθεμα της Κρήτης.

Στην πολεοδομική οργάνωση και την αρχιτεκτονική δομή τους, απεικονίζονται τα διαχρονικότερα στοιχεία του πολιτισμού ολόκληρου του νησιού. Φανταστείτε ότι ένας μεγάλος αριθμός από τους ορεινούς οικισμούς έχουν κτιστεί σε αρχαιότατες τοποθεσίες και φέρουν ίχνη όλων των ιστορικών φάσεων. Γύρω από καθένα τους βρίσκονται διάσπαρτα σημαντικά (μεμονωμένα) αρχιτεκτονικά μνημεία όπως μιτάτα, κρήνες, γεφύρια, μεμονωμένες οικίες.


Αρχιτεκτονική...

Η λαϊκή παραδοσιακή αρχιτεκτονική μέχρι και το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, τόσο τυπολογικά όσο και μορφολογικά, έχει τις ρίζες της πολύ πίσω στις απαρχές της ιστορίας του νησιού. Ουσιαστικά η δομή του ορεινού κρητικού χωριού των αρχών του περασμένου αιώνα δεν διαφέρει και πολύ από την εικόνα που συναντάμε στα ερείπια του μινωικού οικισμού του Παλαίκαστρου στη Σητεία και των Γουρνιών, του αρχαιότερου οικισμού που έχει ανασκαφτεί πλήρως στον Ευρωπαϊκό χώρο.

Θα παρατηρήσετε ότι τα περισσότερα χωριά είναι κτισμένα σε πλαγιές βουνών ή σε κορυφές λόφων για να διαθέτουν μεγαλύτερη αμυντική ικανότητα από τους επιδρομείς παλαιότερων εποχών.

Η δόμηση δε των οικισμών συνήθως είναι πυκνή, με στενούς δρόμους και τα σπίτια ενωμένα μεταξύ τους κατά τρόπο που η επικοινωνία από το ένα σπίτι στο άλλο, μέσω των δωμάτων, ήταν πάρα πολύ εύκολη.

Το κέντρο του χωριού συνήθως ήταν η εκκλησία, γύρω από την οποία αναπτυσσόταν η κοινωνική ζωή του οικισμού.

Τυπολογικά η απλούστερη μορφή κατοικίας που συναντάμε στα χωριά είναι το μονόχωρο ισόγειο, το οποίο στεγάζει όλες τις καθημερινές λειτουργίες σε ένα ενιαίο χώρο,. Στο μονόχωρο η «παραστιά», η αρχαία «εστία», είναι ταυτόχρονα και η κουζίνα του σπιτιού. Συνήθως ένα υπερυψωμένο ξύλινο τμήμα σε μορφή παταριού χρησίμευε για ύπνο κάτω από το οποίο ο χώρος προοριζόταν για αποθήκη. Περιμετρικά κτιστές πεζούλες χρησίμευαν για καθιστικό, πολλές φορές και για ύπνο, λόγω έλλειψης επίπλων, ενώ μικρές εσοχές στους τοίχους χρησίμευαν σαν ντουλάπια. Εξωτερικά συνήθως οι τοίχοι ήταν ανεπίχριστοι. Τα δάπεδα εσωτερικά ήταν από συμπιεσμένο χώμα και οι επίπεδες οροφές στηριζόταν σε ξύλινους δοκούς κυρίως από κυπαρίσσια πάνω στους οποίους χρησιμοποιούσαν μικρότερα κλαδιά σε πυκνή διάταξη για να συγκρατούν την τελική επικάλυψη από αδιαπέραστο αργιλόχωμα. Στις περιοχές όπου δεν υπήρχε ξυλεία για μεγάλα ανοίγματα, αναπτύχθηκε η τυπολογία του μονόχωρου «καμαρόσπιτου». Στην περίπτωση αυτή ένα ή περισσότερα πέτρινα τόξα χρησιμοποιούνταν για να καλυφθεί το αναγκαίο άνοιγμα για τη στήριξη του δώματος. Στην τυπολογία αυτή, τα πέτρινα τόξα δημιουργούσαν επιμέρους γωνιές για άλλη χρήση, ανάλογα με τις ανάγκες της οικογένειας.

Η εξέλιξη του μονόχωρου γίνεται με την προσθήκη ορόφου στον οποίο οδηγεί εξωτερική σκάλα. Στην περίπτωση αυτή ο χώρος του ισογείου χρησιμεύει σαν αποθηκευτικός, καθώς επίσης για το στάβλισμα των ζώων, και ο όροφος καλύπτει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής της οικογένειας.

Σιγά-σιγά με την προσθήκη κατ’ επέκταση επιπλέον χώρων δημιουργείται ένας πιο σύνθετος τύπος σπιτιού που είναι και ο πιο διαδεδομένος σε ολόκληρη την Κρήτη. Είναι ο τύπος διώροφου σε τυπολογία Γ που, πολλές φορές, διαθέτει και συμπληρωματικούς βοηθητικούς χώρους γύρω από την αυλή του. Επίσης, πολλές φορές, θα συναντήσουμε επιμελημένα ανοίγματα από πωρόλιθο που σε ορισμένες περιπτώσεις περιλαμβάνουν υπέρθυρα με γλυπτά και ανάγλυφες παραστάσεις. Ειδικά σε περιοχές όπου υπήρχαν ενετικές επιρροές θα συναντήσουμε εντυπωσιακά θυρώματα με υπέροχες διακοσμήσεις.

Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, σε συνδυασμό και με τη χρήση σύγχρονων υλικών κατασκευής, αρχίζει να αλλοιώνεται η φυσιογνωμία των παραδοσιακών οικισμών της Κρήτης με προσθήκες οι οποίες γίνονται για να καλύψουν τις νέες ανάγκες. Ταυτόχρονα την ίδια περίοδο, που συμπίπτει με την περίοδο της «ανοικοδόμησης», το κρητικό λαϊκό σπίτι αποκτά χρώμα και γίνεται πιο εξωστρεφές. Έτσι μπορεί μεν να απομακρύνεται από τις παραδοσιακές μορφές του παρελθόντος, αλλά αρχίζει να κερδίζει αυτά τα στοιχεία που για πολλούς αιώνες είχε χάσει η κρητική αρχιτεκτονική εξαιτίας του φόβου των κατακτητών. Τα στοιχεία της «διαφάνειας», του χρώματος και της εξωστρέφειας, συστατικά στοιχεία της μινωικής αρχιτεκτονικής.

Σήμερα στους οικισμούς εκείνους που έχουν υλοποιηθεί προγράμματα αποκατάστασης και ανάπλασής τους, μπορούμε να δούμε ενδιαφέροντα παραδείγματα συνύπαρξης αυτών των διαφορετικών στοιχείων αρχιτεκτονικής.